- ελκυσμός
- ο (AM ἑλκυσμός)νεοελλ.1. η απαραίτητη ελκτική δύναμη για να κινηθεί ένα όχημα, ρυμούλκια2. η ροή τών αερίων καύσης μέσα από καπνοδόχοαρχ.-μσν.1. έλξη, τράβηγμα2. απαγωγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑλκυσμός — attraction masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυσμοῖς — ἑλκυσμός attraction masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυσμοί — ἑλκυσμός attraction masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυσμοῦ — ἑλκυσμός attraction masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυσμούς — ἑλκυσμός attraction masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυσμῷ — ἑλκυσμός attraction masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυσμόν — ἑλκυσμός attraction masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
водьныи — (97) пр. 1.Относящийся к воде: лоуче бо съ оуставъмь пити вино. съ величаниѥмь водьноуоумоу питию. и вижъ ми въ мироу вино пиющиихъ ст҃ыихъ моужъ. Изб 1076, 237 об.; нынѣ оубо ликоуеши и съ бесплътьныими. христа непрестаньно славословѩ. ѡтъ бога… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έλκυση — η (Α ἕλκυσις) ο ελκυσμός αρχ. 1. απορρόφηση τροφής 2. προσέλκυση τής προσοχής … Dictionary of Greek
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek